αναφύσημα

αναφύσημα
το (Α ἀναφύσημα)
φύσημα προς τα επάνω (για ανοδική κίνηση θερμού αέρα από ηφαίστεια κ.λπ.)
νεοελλ.
1. ανάλαφρη πνοή του ανέμου
2. φύσημα της μύτης
αρχ.
σκόνη για τη θεραπεία φλεγμονής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀναφύσημα — upward blast nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφύσημα — το, ατος και αναφυσητό, το έντονο φύσημα: Τι αναφυσητό ήταν αυτό χτες όλη μέρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφυσήματα — ἀναφύσημα upward blast neut nom/voc/acc pl ἀναφύσημα upward blast masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυσημάτων — ἀναφύσημα upward blast gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυσήμασι — ἀναφύσημα upward blast dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυσήματι — ἀναφύσημα upward blast dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυσήματος — ἀναφύσημα upward blast gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφύσησις — ἀναφύσησις, η (Α) το αναφύσημα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”